ομοιοτελευτος

ομοιοτελευτος
    ὁμοιοτέλευτος
    ὁμοιο-τέλευτος
    2
    сходный по окончанию, тж. рифмующийся Arst., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ομοιοτελευτος" в других словарях:

  • ομοιοτέλευτος — η, ο (Α ὁμοιοτέλευτος, ον) 1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα (ρητ.) σχήμα κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοτέλευτος — η, ο 1. για λέξεις και φράσεις, ο ομοιοκατάληχτος. 2. ως ουσ., ομοιοτέλευτο, το σχήμα λόγου όπου δύο φράσεις συνεχείς του λόγου καταλήγουν στον ίδιο ήχο: Ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιοτελεύτως — ὁμοιοτέλευτος ending alike adverbial ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτέλευτον — ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem acc sg ὁμοιοτέλευτος ending alike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτελεύτοις — ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτελεύτου — ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτελεύτους — ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτελεύτων — ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτελεύτῳ — ὁμοιοτέλευτος ending alike masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτέλευτα — ὁμοιοτέλευτος ending alike neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιοτελευτώ — έω [ομοιοτέλευτος] (για στίχο) είμαι ομοιοτέλευτος, ομοιοκατάληκτος, καταλήγω όμοια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»